Η δωρεά ωαρίων αποτελεί σήμερα μια παγκοσμίως διαδεδομένη πρακτική που αποσκοπεί στην επίτευξη κυήσεων.
Η πρώτη δωρεά ωαρίων πραγματοποιήθηκε το 1984 από την ομάδα Lutjen και συν. και έκτοτε υιοθετήθηκε ευρέως, εκεί τουλάχιστον όπου το νομικό πλαίσιο της χώρας το επιτρέπει.
Στις Η.Π.Α., το 10% των κύκλων IVF αφορούν δωρεά ωαρίων. Καθότι η δωρεά αφορά συνήθως γυναίκες άνω των 40 ετών, ανακύπτουν προβλήματα ασφάλειας της μεθόδου όσον αφορά την κυοφορία σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Τέτοια προβλήματα μπορεί να είναι o αυξημένος κίνδυνος για διαβήτη κύησης, προεκλαμψία και θρομβοφλεβίτιδες, υπέρταση και πρόωρη ρήξη μεμβρανών.
Η υπέρταση της κυήσεως αποδίδεται σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη σε ανοσολογικές διαταραχές. Μια άλλη επιπλοκή που έχει καταγραφεί είναι οι αιμορραγίες που αφορούν όλα τα τρίμηνα της κυήσεως και είναι μεγαλύτερες σε σύγκριση με κυήσεις από IVF ή αυτόματες.
Η μητροπλακουντιακή μονάδα παρουσιάζει σε κύκλους δωρεάς ωαρίων αρκετές ιστολογικές και ανοσοϊστοχημικές διαφορές σε σχέση με τις συνήθεις IVF κυήσεις. Οι διαφορές αυτές οφείλονται στην ανοσολογική ιδιαιτερότητα και ακολουθούν τον τύπο διαταραχής μόσχευμα προς ξενιστή. Το γεγονός ότι το έμβρυο δεν μοιράζεται κοινά αντιγόνα με την κυοφορούσα αυξάνει τις πιθανότητες ανοσολογικών δυσαρμονιών που πιθανόν οδηγούν σε κλινικές επιπτώσεις.
Οι μελέτες μέχρι σήμερα δείχνουν ότι τα έμβρυα ή νεογέννητα δεν επηρεάζονται από τις ανοσολογικές αυτές δυσαρμονίες. Η δωρεά ωαρίων προσφέρει όπως έλεγε και ο Νομπελίστας Ρόμπερτ Έντουαρτς «Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή που μπορεί να αποκτήσει κάποιος: ένα παιδί».