Οι πολυκυστικές ωοθήκες αντιπροσωπεύουν μια πολυσχιδή παθολογία που χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργία της ωοθυλακικής ωρίμανσης σε επίπεδο παρακρινών μηχανισμών, από δυσλειτουργία στην αντίσταση στην ινσουλίνη και από υπερανδρογοναιμία ωοθηκικής προέλευσης.
Είναι πολύ σημαντικό να αναγνωρίσουμε σε ποια σημεία πάσχει η υποομάδα εκείνη των γυναικών με πολυκυστικές ωοθήκες που θα έχει μειωμένη αναπαραγωγική ικανότητα.Α ν εντοπιστεί το κυριότερο σημείο εκτροπής του φυσιολογικού μηχανισμού,θα είμαστε σε θέση με επιλεκτικές παρεμβάσεις, σύντομες ή μακροπρόθεσμες, να επηρεάσουμε την σωστή ωοθυλακική ωρίμανση,ώστε η απάντηση στην πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας στα πλαίσια της εξωσωματικής γονιμοποίησης να είναι επιτυχής και καρποφόρα.
Στο στόχαστρο της έρευνας έχουν τεθεί οι ανωμαλίες σε ενδοκρινείς και παρακρινείς μηχανισμούς που μερικώς ελέγχονται από το ωάριο, ενώ παίζει κεντρικό ρόλο η εκτροπή της γονιδιακής έκφρασης. Κάτω από αυτή την οπτική, πολύς λόγος έχει γίνει για το χειρισμό των πολυκυστικών ωοθηκών με την μετφορμίνη, ένα φάρμακο που δρα μέσω ινσουλίνης και βελτιώνει επιπλέον την ωοθηκική υπερανδρογοναιμία.
Δύο βασικά ερευνητικές προσπάθειες έχουν γίνει με τη μετφορμίνη σε πολυκυστικές ωοθήκες, σαν διπλές τυφλές μελέτες. Η πρώτη έδειξε ότι η μετφορμίνη μειώνει τόσο την ινσουλίνη νηστείας, όσο και την τεστοστερόνη και οιστραδιόλη την ημέρα της ωοληψίας, και τελικά βελτιώνει τα ποσοστά κυήσεως (Tang T, et al 2006). Η άλλη όμως μελέτη, δεν έδειξε βελτίωση με το φάρμακο (Kjotrot et al, 2004).
Μια άλλη μελέτη (Legro et al, 2007) που συνέκρινε μετφορμίνη και κλομιφαίνη, επίσης δεν έδειξε υπεροχή της μετφορμίνης, καθιστώντας αμφιλεγόμενη τη θετική άποψη πολλών γιατρών για τη μετφορμίνη.
Στο μικροσκόπιο της έρευνας στο παρόν και το μέλλον, βρίσκονται οι αμφίδρομες συνομιλίες κοκκιωδών κυττάρων και ωαρίων. Έχουν εντοπιστεί ενισχυτές της πρώιμης ωοθυλακικής ωρίμανσης, όπως ο GDF9 και ο BMP15, που παράγονται από το ωάριο και ρυθμίζουν τον πολλαπλασιασμό και διαφοροποίηση των κοκκιωδών κυττάρων. Μένει ναερευνηθεί εάν μπορούμε να επηρεάσουμε αυτούς τους αναγνωρισμένους παρακρινείς μηχανισμούς.
Ενδιαφέρον από παθοφυσιολογικής πλευράς, επίσης, έχει να προσδιοριστούν οι κρίσιμες χρονικές περίοδοι της ενδομήτριας ζωής, όπου το ενδοκρινολογικό περιβάλλον της μητέρας μπορεί να επηρεάσει την μόνιμη έκφραση γονιδίων που ελέγχουν την ωοθηκική ωρίμανση και καθιστούν το έμβρυο ευάλωτο σε ενδοκρινολογικές παρεκτροπές τύπου πολυκυστικών ωοθηκών. Κάτω από το πρίσμα αυτό, φαίνεται ότι σύντομα θα υπάρχουν θεραπευτικές παρεμβάσεις που θα πλουτίσουν τη φαρέτρα μας για να λύσουν το πρόβλημα εκατομμυρίων γυναικών παγκοσμίως.